- ἱστῇς
- ἵστημιmake to standpres subj act 2nd sgἱστάωpres subj act 2nd sg (doric ionic)ἱστάωpres ind act 2nd sg (doric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
-ιστής — (ΑΜ ιστής) παρεκτεταμένος τ. τής κατάλ. τής, η οποία στα μεταρρηματικά παράγωγά της δηλώνει τον δράστη μιας ενέργειας (πρβλ. ποιώ > ποιη τής, πολιτεύομαι > πολιτευ τής) από το θ. σε –ισ τού αορ. πολλών ρ. (συνήθως σε ίζω), πρβλ. ῥαίω… … Dictionary of Greek
ἵστης — ἵ̱στης , ἵστημι make to stand imperf ind act 2nd sg ἵστημι make to stand pres ind act 2nd sg ἵστημι make to stand imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) ἵ̱στης , ἱστάω imperf ind act 2nd sg (doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοινωνιστής — ο παλαιός όρος που χρησιμοποιήθηκε αντί τού όρου σοσιαλιστής*. [ΕΤΥΜΟΛ. Κοινωνιστής (αντί τού ορθτ. *κοινωνικ ιστής ως απόδοση τού γαλλ. social iste) < θ. κοινων τού κοινων ικός + κατάλ. ιστής, πρβλ. μαρξ ιστής, υπαρξ ιστής] … Dictionary of Greek
-ιστικός — και ίστικος (ΑΜ ιστικός) παρεκτεταμένη μορφή τής κατάλ. ικός από ονόματα σε ιστής (πρβλ. αγων ιστ ικός < αγων ιστής, υβρ ιστ ικός < υβρ ιστής). Στη συνέχεια η κατάλ. σχημάτισε και παρ. απευθείας από θ. ρημάτων σε ίζω (πρβλ. ονειδ ιστικός… … Dictionary of Greek
-ίστας — αντιδάνεια κατάλ., πρβλ. ιταλ. ista (< λατ. ista < αρχ. ελλ. ιστής). Οι περισσότερες ελλ. λ. σε ίστας είναι μεταφορές στην ελλ. ξένων όρων (πρβλ. κατωτέρω). Εν τούτοις η κατάλ. εντάχθηκε απόλυτα στο νεοελλ. κλιτικό σύστημα, τόσο ώστε τα… … Dictionary of Greek
θωμαϊστής — ὁ (Μ θωμαϊστής) στον πληθ. οι θωμαϊστές τα μέλη των χριστιανικών εκκλησιών τής νότιας Ινδίας, τις οποίες ίδρυσε, σύμφωνα με την παράδοση, ο απόστολος Θωμάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < κύριο όν. Θωμάς κατά τα σοσιαλ ιστής, σοφ ιστής] … Dictionary of Greek
λιθοβολιστής — λιθοβολιστής, ό, θηλ. λιθοβολίστρια (Μ) 1. αυτός που ρίχνει λίθους, λιθοβόλος 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ λιθοβολίστρια η σφεντόνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιθοβολῶ, κατά τα ουσ. σε ιστής (πρβλ. ακροβολ ιστής)] … Dictionary of Greek
νιτσεϊστής — ο, θηλ. νιτσεΐστρια οπαδός τών θεωριών τού Νίτσε. [ΕΤΥΜΟΛ. < Νίτσε + κατάλ. ιστής (πρβλ. βουδ ιστής)] … Dictionary of Greek
ριπταριστής — ὁ, Μ ακοντιστής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥιπτάριον + κατάλ. ιστής (πρβλ. κιθαρ ιστής)] … Dictionary of Greek
σατυριστής — ὁ, Α 1. ηθοποιός που έπαιρνε μέρος σε σατυρικό δράμα 2. ως επίθ. σατυρικός («Σατυρισταὶ χοροί», Διον. Αλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < Σάτυρος + κατάλ. ιστής, κατά το κιθαρ ιστής] … Dictionary of Greek